εξαιρέσιμος

εξαιρέσιμος
-η, -ο
1. που μπορεί να εξαιρεθεί.
2. που έχει λόγους απαλλαγής, εξαιρετέος: Εξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος.
3. Φρ., «εξαιρέσιμη ημέρα», η μη εργάσιμη ημέρα, ημέρα αργίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐξαιρέσιμος — that can be taken out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαιρέσιμος — η, ο (Α ἐξαιρέσιμος, ον) [εξαιρώ] αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί νεοελλ. 1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος») 2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» μη εργάσιμη, αργία αρχ. φρ. «ἐξαιρέσιμοι… …   Dictionary of Greek

  • ἐξαιρέσιμον — ἐξαιρέσιμος that can be taken out masc/fem acc sg ἐξαιρέσιμος that can be taken out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρεσίμους — ἐξαιρέσιμος that can be taken out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρεσίμων — ἐξαιρέσιμος that can be taken out masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαιρετέος — α, ο 1. που πρέπει να εξαιρεθεί, που δε δικαιούται να περιληφθεί κάπου, ο εξαιρέσιμος. 2. φρ., «εξαιρετέα ημέρα», ημέρα αργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”