- εξαιρέσιμος
- -η, -ο1. που μπορεί να εξαιρεθεί.2. που έχει λόγους απαλλαγής, εξαιρετέος: Εξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος.3. Φρ., «εξαιρέσιμη ημέρα», η μη εργάσιμη ημέρα, ημέρα αργίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.